ἰσοπύθιος

ἰσοπύθιος
ἰσο-πύθιος [ῡ], ον,
A ranking with the Pythian games,

ἀγών SIG402.24

(Delph., iii B.C.), prob. in IG22.680.16;

στέφανος SIG557.29

(Magn. Mae.); ἱερὰ Αὐγουστεῖα ἰ. IGRom.4.1265 ([place name] Thyatira).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισοπύθιος — ἰσοπύθιος, ον (Α) 1. (για αγώνες) αυτός που θεωρείται όμοιος, ίσος με τα Πύθια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἰσοπύθια ονομασία αγώνα, Νέα Πύθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + Πύθια (οι γνωστοί αγώνες στους Δελφούς της αρχ. Ελλάδας)] …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”